Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Αρχαιολόγοι: Ο Βυζαντινός δρόμος να μην μεταφερθεί και να εκτίθεται μέσα στον σταθμό Βενιζέλου του Μετρό.


























Η ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε από την 9η ΕΒΑ στην περιοχή του σταθμού Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη έφερε στο φως με εντυπωσιακή πληρότητα την «καρδιά» της κοσμικής πόλης των βυζαντινών χρόνων:
τμήμα μήκους 76 μ. του κεντρικού πλακόστρωτου δρόμου (decumanus) σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης, κτηριακά λείψανα της πόλης από τον 6ο έως και τον 9ο αιώνα μ.Χ., αλλά και μεγάλα δημόσια οικοδομήματα του 7ου αιώνα, φαινόμενο εξαιρετικά σπάνιο για τον βυζαντινό κόσμο. Ο κεντρικός οδικός άξονας της βυζαντινής πόλης εκτείνεται σε βάθος έξι μέτρων κάτω από τη σύγχρονη Εγνατία οδό, χαραγμένος στην ίδια κατεύθυνση, ενώ η σήραγγα του ΜΕΤΡΟ βρίσκεται και αυτή στην ίδια κατεύθυνση σε μεγαλύτερο βάθος (περίπου 11 μέτρα). Πρόκειται για μια πραγματική «εικονογράφηση» της διαχρονικής πολεοδομικής εξέλιξης της Θεσσαλονίκης, μια μοναδική περίπτωση όπου διαδοχικές ιστορικές φάσεις της πόλης, το παρελθόν και το παρόν της, μπορούν να ιδωθούν ως ένα σύνολο.

Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε την προηγούμενη εβδομάδα υπέρ της απόσπασης και της μεταφοράς των αρχαιοτήτων στο στρατόπεδο Παύλου Μελά της δυτικής Θεσσαλονίκης, συναινώντας στην εισήγηση των τεχνικών της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ. Λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του θέματος ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, στη συνάντηση που είχε με τον Αναπληρωτή Υπουργό ΠΑΙΘΠΑ κο Κ. Τζαβάρα στις 23/1, ζήτησε από τον κύριο Υπουργό να μην παρθεί η τελική απόφαση για την τύχη των αρχαιοτήτων πριν πραγματοποιηθεί αυτοψία στο χώρο των μελών του ΚΑΣ, με τη συνδρομή των αρμόδιων τεχνικών υπηρεσιών της ΓΓ Πολιτισμού και της 9ης ΕΒΑ, ώστε να εξαντληθούν όλες οι εναλλακτικές δυνατότητες για τη διατήρηση των αρχαιοτήτων κατά χώραν ορατών εντός του σύγχρονου σταθμού. Ο Αναπληρωτής Υπουργός προχώρησε τελικά στην υπογραφή της σχετικής Υπουργικής Απόφασης, με την οποία η δυνατότητα της πόλης της Θεσσαλονίκης να κερδίσει ένα μοναδικό αρχαιολογικό χώρο μέσα σε έναν υπόγειο σταθμό, θα χαθεί οριστικά.

Θεωρούμε ότι το θέμα θα πρέπει να απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα στο σύνολό της, αλλά και την κοινωνία της Θεσσαλονίκης, καθώς:

Οι αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης έχουν ήδη πληρώσει υπέρογκο τίμημα μέχρι σήμερα: όλη σχεδόν η εντός των τειχών (intra muros) πόλη ανοικοδομήθηκε μεταπολεμικά, χωρίς να πραγματοποιηθεί ανασκαφική έρευνα στα οικόπεδα των ιδιωτών, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Αυτή η ανατριχιαστική πρακτική των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών είχε ως αποτέλεσμα να αφανιστούν τα κατάλοιπα αλλά και η ιστορική γνώση για τη σημαντικότερη, μετά την Κωνσταντινούπολη, πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ακόμη όμως και κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών που η Αρχαιολογική Υπηρεσία διεξάγει με συνέπεια σωστικές ανασκαφές, οι αρχαιότητες καλύπτονται κάτω από τις νέες οικοδομές, καθώς η πολιτεία δεν προχωρά σε απαλλοτριώσεις και αναδείξεις των ευρημάτων των ανασκαφών. Λόγω αυτής της βαριάς προϊστορίας, το αποκαλυφθέν τμήμα του πολεοδομικού ιστού της Θεσσαλονίκης αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία.

Η διέλευση του μετρό στον άξονα της σύγχρονης Εγνατίας είχε ως αποτέλεσμα να αποσπαστούν από την αρχική τους θέση και άλλα τμήματα της αρχαίας και βυζαντινής Θεσσαλονίκης, επειδή οι αρμόδιοι δεν έλαβαν υπόψη τους τις έγκαιρες προειδοποιήσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για την διέλευση της γραμμής από άλλο σημείο, ώστε και οι σημαντικές αρχαιότητες να διασωθούν και τυχόν καθυστερήσεις να αποφευχθούν. Αντιθέτως, υπάρχει μια συστηματική προσπάθεια να «φορτωθούν» στις αρχαιολογικές έρευνες οι καθυστερήσεις και οι ανατιμήσεις των έργων, παρότι οι υπεύθυνοι γνώριζαν, πολύ πριν ξεκινήσει το έργο, τις δυσκολίες και παρότι είναι γνωστό ότι οι περισσότερες καθυστερήσεις οφείλονται σε τεχνικούς λόγους.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ακόμη και σήμερα, που ζητούν με ταχύτατες διαδικασίες την απομάκρυνση ενός τόσο σημαντικού ευρήματος, οι εργασίες κατασκευής του ΜΕΤΡΟ σε σταθμούς όπου έχει ολοκληρωθεί η ανασκαφική έρευνα βρίσκονται σε στασιμότητα, παρότι η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει παραδώσει τους χώρους στην ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ. Είναι υποκριτικό να δημιουργείται η εντύπωση ότι τυχόν αλλαγή της απόφασης για την τύχη των αρχαιοτήτων στο σταθμό Βενιζέλου θα επιφέρει μεγαλύτερες καθυστερήσεις στο έργο, πόσο μάλλον που, αν απομακρυνθούν οι ήδη ορατές αρχαιότητες, οι ανασκαφές θα συνεχιστούν στα βαθύτερα στρώματα.

Η πλακόστρωτη λεωφόρος και η διασταύρωσή της με την αρχαιότερη χάραξη της σημερινής οδού Βενιζέλου, που κατέληγε στο λιμάνι, καθώς και τα κατάλοιπα των όμορων στους αρχαίους αυτούς δρόμους οικοδομημάτων αποτελούν ένα σύνολο που, με βάση τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, είναι «αμετακίνητο» και γι’ αυτό το λόγο είναι αναγκαίο να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια για να αναδειχθεί κατά χώραν. Ένας αρχαίος δρόμος δεν μπορεί να καταστεί «έκθεμα»: αν μετακινηθεί σε άλλη θέση, χάνει την ιστορία του και τη θέση του ως δρόμου της πόλης. Αντιθέτως, αν βρεθεί τεχνική λύση για να αναδειχθεί κατά χώραν ως επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος εντός του σταθμού του ΜΕΤΡΟ, θα αποτελέσει μοναδικό παράδειγμα διατήρησης της διαχρονίας της πόλης και πόλο έλξης επισκεπτών στη Θεσσαλονίκη. Η αναζήτηση μιας αρχιτεκτονικής και τεχνικής λύσης για έναν υπόγειο σταθμό που, μαζί με την καθημερινή μετακίνηση των επιβατών, θα εξασφάλιζε και την περιήγησή τους στην ιστορία της πόλης, θα μπορούσε να αποτελέσει πρωτότυπο -σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο- εγχείρημα συνύπαρξης της πολιτιστικής κληρονομιάς και της σύγχρονης ζωής, ένα βήμα πιο πέρα από τις επιτυχημένες επεμβάσεις στους σταθμούς του μετρό της Αθήνας, αλλά και να καταστήσει την προσπάθεια αυτή σημείο κατατεθέν για τη συμπρωτεύουσα.

Η μεγάλη πρόκληση της συνύπαρξης των αρχαιοτήτων με τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής είναι αναγκαίο να υπηρετείται από ένα μεγάλο δημόσιο έργο που υλοποιείται με χρήματα των φορολογούμενων πολιτών. Άλλωστε, η ίδια η Γενική Γραμματεία Πολιτισμού, που ζητά από τους πολίτες να σέβονται τις αρχαιότητες και τον Αρχαιολογικό Νόμο και επινοεί συνεχώς τεχνικές λύσεις για διατήρηση αρχαιοτήτων σε οικόπεδα ιδιωτών, δεν μπορεί να μην εξαντλεί τις δυνατότητες διατήρησης των αρχαιοτήτων σε έργα κοινής ωφέλειας.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων ζητεί την επανεξέταση της απόφασης για τη μεταφορά των αρχαιοτήτων στο στρατόπεδο Π. Μελά και την εξάντληση όλων των περιθωρίων ανεύρεσης τεχνικής λύσης για τη διατήρησή τους κατά χώραν ως επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου εντός του σταθμού Βενιζέλου.

Ζητούμε, επίσης, να ανοίξει η ανασκαφή στο κοινό, για να επισκεφτούν το μοναδικό αυτό εύρημα οι πολίτες της Θεσσαλονίκης και κάθε ενδιαφερόμενος, προκειμένου να σχηματίσουν σαφή αντίληψη για το πόσο σημαντική είναι η διατήρησή του.

Σε κάθε περίπτωση, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων θα προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να δημοσιοποιηθεί το θέμα στην επιστημονική κοινότητα της χώρας μας και διεθνώς.

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ