Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Θεσσαλονίκη, μάνα μου. Του Θωμά Κοροβίνη

Κάθε πρωί σε περπατώ στην παλιά παραλία σου, αγαπημένη, εκεί που στέκονταν τα τείχη σου μέχρι το 1875, εκεί όπου  ο ευφυής Εμπράρ είχε σχεδιάσει μια προκυμαία είκοσι πέντε μέτρα πιο μπροστά απ' τη σημερινή, έτσι που ο περίπατος θα γινόταν σχεδόν πάνω στα νερά του Θερμαϊκού σου.
Περπατώ κι αναπολώ τους ποιητές σου που σε δοξάζουν, περπατώ και ψιθυρίζω στίχους και μνημονεύω ονόματα, Αναγνωστάκη, Ασλάνογλου, Θέμελη, Κύρου, Θασίτη, Αγαθοπούλου, Αλέξη Τραϊανό και Δημήτρη Δημητριάδη, ποιητικά αποφθέγματα του Χριστιανόπουλου μουσκεμένα απ' την αγάπη του για σένα, ενώ η βαριά υγρασία σου χρόνια τώρα με σιγοτρώει σαν σαράκι.
Κόβω ματσάκι λεβάντα απ' τα παρτέρια της Τσιρογιάννη και τ' αποθέτω στην προτομή του αθάνατου Τάκη Κανελλόπουλου.
Άραγε θα αξιωθείς μια λεωφόρο ονείρων στο όνομα ενός γιου σου όντως πρωτοπόρου, σαν του πρώτου Ευρωπαίου σοσιαλιστή Αβραάμ Μπεναρόγια; Ή σαν του Παύλου Ζάννα, που εμπνεύστηκε το Φεστιβάλ κι άνοιξε δρόμους κινηματογραφικούς στην επικράτεια;
Οι οδοί κι οι πλατείες σου στη θέση ανθυπομοίραρχων θα σου' πρεπε να βαφτιστούν στο όνομα ενός Ρέγκου, ενός Τσίζεκ, ενός Μοσκώφ. Τα πιο πολλά αγάλματά σου θα σου' πρεπε να γκρεμιστούν γιατί είναι καρποί ακαλαισθησίας που τους γέννησαν οι γάμοι ενός συμπλεγματικού τοπικισμού και μιας συφοριασμένης παπαδοκρατίας. Υπό την σκέπην ενός παραφουσκωμένου εθνοκεντρισμού που -δυστυχώς- εύρισκε πάντοτε στα μέρη σου παθιασμένους οπαδούς.
Στέκομαι μπρος στον Πύργο σου το Λευκό, το πολυτραγουδισμένο ιστορικό σου σύμβολο, τυραννικό κάποτε οχυρό, Κανλί κουλέ , Πύργος του αίματος, τόσες ψυχές παραδόθηκαν εδώ στο παρελθόν απ' τα οικτρά τους βασανιστήριά, Γενίτσαροι και Βούλγαροι, Ντονμέδες και Ρωμιοί,
ακόμη και Μακεδόνες επαναστάτες του' 21.
Προχωρώ προς τα σπαράγματα των ανακτόρων του Γαλέριου με τα μισοσκεπασμένα ψηφιδωτά, έπειτα προς τον Θρίαμβο της  Καμάρας, κατόπι προς την μεγαλόπρεπη Ροτόντα σου, που υπήρξε ναός των Εθνικών, έπειτα ορθόδοξος Αη Γιώργης, ύστερα τέμενος ισλαμικό και τελευταία ερίζουν όλοι για το κουμάντο της, καημένη πολιτεία δεν θα ησυχάσεις ποτέ.
Σε είπανε  Θεσσαλονίκη, Σαλονίκη, Σαλονίκ, Σελιανίκ, Σαλονίκο, Σαλόνικα και Σόλουν. Μικρή Κωνσταντινούπολη και Νέα Ιερουσαλήμ.
Υπήρξες η αγαπημένη των Ησυχαστών, η εκλεκτή των Καισάρων, η οιωνεί προσφυγομάννα, και τον καιρό της Κατοχής, στον οργασμό του ρεμπέτικου, η πρώτη -λέει ο Βαμβακάρης- φτωχομάννα.
Μητέρα Θεσσαλονίκη σε ονόμασε ο Νίκος-Γαβριήλ  Πεντζίκης. Κι έτσι σε νιώθουμε.
Οι έρωτές σου ήταν κάποτε πρόσφοροι, ιδίως οι δημόσιοι, όμως ανθούσαν αγκομαχώντας σε καλντερίμια κακοπαθημένα κι αγκαθωμένες εξοχές. Στις κεντρικές γειτονιές σου,  η ερωτική ηδονή ίσως να φτάνει στο απόλυτο φόρτε της στα οπίσθια ενός βυζαντινού ιερού ή μέσα σε μια μισοσκεπασμένη ρωμαϊκή Σαρκοφάγο, σαν εκείνες του Γιώργου Ιωάννου, ενός απ' τα πιο άξια τέκνα σου που σε λάτρεψαν.
Δεν βρέθηκε ακόμη διαβρωτικό για να σβήσει τα ίχνη του αίματος που έλουσε την ιστορία σου, πολυαγαπημένη και πολύπαθη πολιτεία. Το αίμα των επί Γαλέριου Μαξιμιλιανού  χριστιανών μαρτύρων σε διώκει.
Προεξαρχόντων του Πολιούχου Δημητρίου και του Νέστορος. Το αίμα των σφαγιασθέντων επτά χιλιάδων Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο από τον αιμοσταγή αυτοκράτορα Θεοδόσιο ζητά το δίκιο του. Τα φαντάσματα των Βυζαντινών πριγκίπων, που εσένα, την Συμβασιλεύουσα, επέλεξε ως τόπο εξορίας τους επί Εικονομαχίας  η Βασιλεύουσα, σε στοιχειώνουν.
Ο βεβηλωμένοι απ' το κούρσος του Σουλτάνου Μουράτ που σε κατέκτησε, οι κατακρεουργημένοι απ' το φανατισμένο από τους δερβισάδες τουρκολόι πρόξενοι  Άμποτ και Μουλέν, οι πυρπολημένοι της φωτιάς του' 17, οι αποδεκατισμένοι πρόσφυγες της καραντίνας στην Καλαμαριά του' 23, οι φονεμένοι καπνεργάτες του' 36, οι εξορισμένοι και δολοφονημένοι από τους Γκεσταπίτες  Εβραίοι σου από το'  41 μέχρι το' 45, ζητούν εκδίκηση.
Ο Πολκ, ο Λαμπράκης ο Τσαρουχάς ζητούν δικαιοσύνη. Ο Δράκος του Σέϊχ Σου, την αλήθεια.  Πως εσύ, μια πόλη που διάλεξε ο Απόστολος των Εθνών για πρώτο σκαλοπάτι της διδασκαλίας του στην Ευρώπη και προς τους κατοίκους σου απηύθυνε τις πιο εμπνευσμένες επιστολές του, πώς το ανέχθηκες τόσο άδικο αίμα;
Τις Καρυάτιδές σου, τις Μαγεμένες σου, οχτώ ανάγλυφες μυθικές μορφές του αρχαίου κόσμου, σου τις άρπαξαν απ' την Στοά των ειδώλων, πίσω απ' τα Λουτρά του Μπέηκαι τώρα πια  κρατούν συντροφιά στο Λούβρο τις άλλες δύο κλεμμένες  Ελληνίδες θεές, τη Νίκη και την Αφροδίτη.
Στην αναφορά και τη θύμησή σου ανακαλείται στην αίσθηση των παλιότερων Τούρκων η μακρινή μητέρα τους, είσαι για κείνους η μάννα του Ατατούρκ και η πατρίδα του Ναζίμ Χικμέτ, είσαι ότι είναι για μας η Σμύρνη. Που της μοιάζεις και  σου μοιάζει τόσο, όσο άλλη καμιά.
Σου υποκλίθηκαν και θεράπευσαν το πνεύμα σου πολλοί,  όπως ο Ευστάθιος και ο Εβλιγιά Τσελεμπί, ο Μπουασονά και ο Νικόλαος Πολίτης, ο Δελμούζος και ο Τριανταφυλλίδης, ο Καββαδίας και ο Τσιτσάνης, ο Καραντινός και η κυρία Κυβέλη, ο Ανδρόνικος και η Άλκη Κυριακίδου, ο Ζογγολόπουλος και ο Μαζάουερ.
Ήσουν η τελευταία ερωμένη του αδελφού μας Μανώλη Ρασούλη, η παντοτινή μάνα -αν και τον είχες κι αυτόν κακοκαρδίσει- του καρντάση μας Νίκου Παπάζογλου.
Πότε θα γιάνουν πια οι κακοφορμισμένες πληγές σου που κουβαλάς απ' τον περασμένο  αιώνα; Ν' ακούσουμε μήπως την φωνή της περίσκεπτης αρχόντισσας Ζωής Καρέλλη;
Ως πότε θα μας σκέπει των προγόνων αγίων ο βίος; Δεν πληρώνεται με δικό μας καημό το χάσμα που η καταστροφή έχει ανοίξει.
Επαναπαύεται  συχνά η αμηχανία σου σε βολικά για σένα άλλοθι ρίχνοντας την ευθύνη της κακοδαιμονίας σου στους άλλους, όπως, για παράδειγμα, στον αυτάρεσκο αθηνοκεντρισμό.
Δεν σ' ωφελεί. Ίσως να' χεις αδικηθεί στο παρελθόν απ' τη μοίρα σου μα έχεις πιο πολύ αδικήσει μαζί με πολλούς απ' τους πολίτες σου και τους τυχάρπαστους άρχοντές σου τον εαυτό σου.
Ήσουν για αιώνες ένα κράμα λαών και θρησκευμάτων, μια πρώιμη Νέα Υόρκη της νοτιοανατολικής Βαλκανικής Ευρώπης με μπόλικο ανατολίτικο χρώμα και μιαν ιδιότυπη αστική πινελιά. Ακόμη κρατάς πεισματάρικα κάτι από τη γοητεία εκείνου του παρδαλού χαρμανιού κι έτσι θα πρέπει να ξαναγίνεις.
Βαλκανικές μουσικές να ανακατεύονται με ουρανομήκεις ψαλμωδίες, παλιές βρισιές των λιμενεργατών με σεφραδίτικα της Μοδιάνο, ποντιακά γινάτια με τούρκικα πειράγματα στο Καπάνι.
Σου πρέπει λαμπρή Ανατολή στα Κάστρα, πορφυρή Δύση στο λιμάνι, αγορές και παζάρια, όπου να κουβεντιάζονται των λαών σου οι γλώσσες όπως παλιά. Είσαι κουρασμένη, όμως η ρώμη της ιστορίας σου και η άσκησή σου στον πόνο θα σε κρατήσει, Θεσσαλονίκη, μάννα μου.
Κι εμείς, οι επίγονοι των ξεριζωμένων εκείνων που σε κατοίκησαν και σε αγάπησαν όσο κανείς -γιατί η ατμόσφαιρά σου ταιριάζει με κείνη των παλαιών πατρίδων μας- θα σε κρατήσουμε. Πάντοτε η γη σου θα γεννάει ομορφιές και διάνοιες, τίμιους λαϊκούς ανθρώπους μα και πνευματικούς δημιουργούς, καλλιτέχνες και επιστήμονες και πιστούς, πολλούς πιστούς ορκισμένους στ' όνομά σου, που θα σε βοηθήσουν να αναγεννηθείς.
Πρόλογος από το λεύκωμα Θεσσαλονίκη 1912-2012, εκδ. Μεταίχμιο. Επιμέλεια Θωμάς Κοροβίνης    tvxs.gr )