Ο δρόμος είχε την δική μας Ιστορία
Σε θυσία για να κλείσουν τα αμφίβολα χάσματα του Μετρό οδηγείται η μνημειώδης οδική αρτηρία της Θεσσαλονίκης, η Μέση Οδός ή Λεωφόρος, που χρησιμοποίησαν και διατήρησαν ανέπαφη για τουλάχιστον 17 αιώνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί και Οθωμανοί ηγεμόνες. Τα καλοδιατηρημένα τμήματα
του δρόμου που αποκαλύφθηκαν λίγα μόλις μέτρα κάτω από την Εγνατία κατά τις εργασίες για την κατασκευή του σταθμού του μετρό στη Βενιζέλου, κινδυνεύουν να χαθούν. Μαζί τους θα σβήσουν ένα μεγάλο τμήμα της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, ταυτισμένο με τον κοσμοπολιτισμό της πόλης και τον εμπορικό χαρακτήρα της, αλλά και μια εξαιρετική ευκαιρία να αναπτυχθεί στην περιοχή ένας εμβληματικός χώρος τουριστικού ενδιαφέροντος.
Αφορμή της απειλούμενης καταστροφής μπορεί να είναι το πολύπαθο Μετρό, η υπαιτιότητα όμως κρύβεται σε μία σειρά λανθασμένων χειρισμών και βιαστικών αποφάσεων της Πολιτείας, που επιδεικνύοντας για άλλη μία φορά τη συνηθισμένη ελληνική προχειρότητα, σχεδιάζει να ξεκολλήσει τον αρχαίο δρόμο, να τον πακετάρει και να τον ξαναμοντάρει κάπου αλλού: στην καλύτερη περίπτωση σε άσχετο χώρο, χιλιόμετρα μακριά από την αρχική του θέση, στην χειρότερη σε κάποια αποθήκη. Από κοντά διεκδικεί μερίδιο ευθύνης η αδιαφορία της πόλης απέναντι σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα.
Τα τελευταία χρόνια, η ανασκαφή που πραγματοποιείται από την 9η ΕΒΑ στην περιοχή του σταθμού Βενιζέλου έφερε στο φως πολύ καλά διατηρημένο τμήμα μήκους 76 μ. του κεντρικού πλακόστρωτου δρόμου (decumanus των Ρωμαίων ), σε βάθος έξι μέτρων κάτω από τη σύγχρονη Εγνατία. Το εντυπωσιακό είναι ότι ο αρχαίος δρόμος έχει χαραχτεί στην ίδια κατεύθυνση με την Εγνατία. Η σήραγγα του Μετρό βρίσκεται και αυτή στην ίδια κατεύθυνση αλλά ακόμη πιο κάτω, σε βάθος περίπου 11 μ., και για τον λόγο αυτό δεν «ενοχλεί» τις αρχαιότητες. Τη ζημιά κάνουν οι εγκαταστάσεις του σταθμού, που αναγκαστικά περνούν μέσα από τα στρώματα των αρχαιοτήτων. Ένα άλλο τμήμα του ίδιου δρόμου, που αποκαλύφθηκε στον Σταθμό Αγ. Σοφίας, υπήρχε η τεχνική δυνατότητα να μετακινηθεί λίγα μόλις μέτρα παραμένοντας στον άξονα της Εγνατίας και να διασωθεί. Στην περίπτωση του τμήματος του δρόμου στον Σταθμό Βενιζέλου κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό.
Το ΚΑΣ και η γνωμοδότηση
Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε προ ημερών υπέρ της απόσπασης και της μεταφοράς των αρχαιοτήτων του Σταθμού Βενιζέλου στο πρώην στρατόπεδο Παύλου Μελά, συναινώντας στην εισήγηση των τεχνικών της κατασκευάστριας εταιρίας. Μετά τη γνωμοδότηση των μελών του ΚΑΣ, που ήταν μάλιστα ομόφωνη, ο αναπληρωτής υπουργός ΠΑΙΘΠΑ Κώστας Τζαβάρας έβαλε την υπογραφή. Η απόφαση προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, μέλη του οποίου τονίζουν ότι το εύρημα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χαθεί. Ένας δρόμος-έκθεμα μακριά από τη θέση στην οποία βρισκόταν για αιώνες τι αξία θα έχει; ρωτούν. (Ποια σχέση έχει άλλωστε η αστική βυζαντινή Θεσσαλονίκη της Βενιζέλου με την αγροτική περιοχή του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά;) Επιπλέον, στην περίπτωση που όντως ο δρόμος αποκολληθεί και μεταφερθεί, οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι θα είναι δύσκολο έως αδύνατον να ξανατοποθετηθούν οι αρχαίες πέτρες (καταλαμβάνουν έκταση περίπου 3.000 τ.μ.). Κι εντέλει, η φαινομενικά οικονομική αυτή λύση (υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί 1 εκατ. ευρώ για τη μεταφορά) είναι πολύ πιθανόν να αποδειχτεί στην πορεία δαπανηρότερη άλλων, καθώς δεν έχει συνυπολογιστεί το κόστος της επανατοποθέτησης και ανάδειξης του δρόμου στη νέα του θέση.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, ο δρόμος πρέπει να παραμείνει οπωσδήποτε στη θέση του: Έχει πολλαπλή σημασία για μια «εικονογράφηση» της διαχρονικής πολεοδομικής εξέλιξης της Θεσσαλονίκης, αποτελεί μοναδική σε ολόκληρη την Ελλάδα και σπάνια παγκοσμίως περίπτωση που διαδοχικές ιστορικές φάσεις της πόλης, το παρελθόν και το παρόν της, μπορούν να ιδωθούν ως σύνολο. Ο δρόμος ουσιαστικά ανασύρει την καρδιά της κοσμικής Θεσσαλονίκης των βυζαντινών χρόνων, καθώς γύρω του διασώζονται λείψανα μεγάλων δημόσιων κτιρίων από τον 6ο ως τον 9ο αιώνα μ.Χ. , φαινόμενο σπάνιο για τον βυζαντινό κόσμο από τον οποίο δεν έχουν απομείνει ως τις μέρες μας παρά μόνο θρησκευτικά κτίσματα (ναοί και μονές).
Οι μηχανικοί της κατασκευάστριας εταιρίας επιμένουν στο «δεν γίνεται αλλιώς, ο Σταθμός Βενιζέλου θα γίνει, ο δρόμος θα αποκολληθεί». Οι αρχαιολόγοι επιμένουν από την πλευρά τους ότι δεν έχουν εξαντληθεί όλες οι εναλλακτικές δυνατότητες για να διατηρηθούν οι αρχαιότητες αρχαιοτήτων στη θέση τους, ορατές εντός του σύγχρονου σταθμού, και προτείνουν να διενεργηθεί νέος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για να βρεθεί η κατάλληλη λύση.
Η πόλη, οι τοπικές αρχές αλλά και οι κάτοικοί της, δεν έχουν πάρει θέση για ένα θέμα που θα έπρεπε να «καίει» πρωτίστως τους ίδιους: Εφόσον η υπουργική απόφαση δεν αναθεωρηθεί, η Θεσσαλονίκη θα χάσει έναν μοναδικό αρχαιολογικό χώρο στο κέντρο της, που συμπυκνώνει τη διαδρομή της ανά τους αιώνες. Με την κατάλληλη διαμόρφωση του Σταθμού Βενιζέλου και τη διατήρηση των αρχαιοτήτων με τρόπο ώστε να είναι ορατές από τους επιβάτες του μετρό, η βυζαντινή Μέση Οδός θα μπορούσε να γίνει ένα ανοιχτό Μουσείο, βασική τουριστική ατραξιόν της πόλης και παράλληλα χρήσιμο εργαλείο για τη διοίκηση ώστε να αναβαθμιστεί και να ζωντανέψει ολόκληρος ο άξονας της υποβαθμισμένης τα τελευταία χρόνια Εγνατίας οδού.
Η ιστορία
Μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα ονομάστηκε Εγνατία οδός η βασική οδική αρτηρία της Θεσσαλονίκης, που ξεκινούσε από τη Χρυσή Πύλη στη σημερινή πλατεία Δημοκρατίας και έφτανε ως την Πύλη της Καλαμαρίας ή Κασσανδρεωτική (πλατεία Συντριβανίου). Ήταν η Λεωφόρος των Βυζαντινών ή Μέση Οδός ή Φαρδύς δρόμος της οθωμανικής περιόδου. Κάποιοι αρχαιολόγοι τοποθετούν την πρώτη χάραξη της οδού στον 3ο π.Χ. αιώνα, εποχή ίδρυσης της πόλης από τον βασιλιά Κάσσανδρο, πολλοί όμως δεν συμφωνούν με αυτή τη χρονολόγηση, υποστηρίζοντας ότι η Θεσσαλονίκη του Κάσσανδρου δεν εκτεινόταν κάτω από τη σημερινή οδό Αγίου Δημητρίου. Στην περιοχή της Βενιζέλου οι ανασκαφές της 9ης ΕΒΑ αποκάλυψαν πυκνοδομημένες νησίδες με καταστήματα της βυζαντινής πόλης που περιστοίχιζαν τη Λεωφόρο, ενώ αμέτρητα χρυσά και αργυρά μικροαντικείμενα μαρτυρούν την εμπορική και εργαστηριακή δραστηριότητα στην περιοχή που συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Στην Αγίας Σοφίας, η αρχαία οδός βρέθηκε στρωμένη με μαρμάρινες πλάκες . Ανάμεσα στον δρόμο και τα κτίρια παρεμβάλλονταν, όπως και σήμερα, πυκνό δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης με αγωγούς. Ως τις αρχές του 20ου αιώνα ο δρόμος ήταν στρωμένος με κυβόλιθους και τον διέσχιζε το τραμ. Δεξιά και αριστερά του ως σήμερα διατηρούνται μερικά από τα πιο σημαντικά μνημεία της Θεσσαλονίκης: η Καμάρα και το Συντριβάνι, τα Λουτρά Παράδεισος, το Αλκαζάρ.
Περιοχή «υψηλού αρχαιολογικού κινδύνου»
Οι αρχαιολογικές έρευνες με την ευκαιρία της διάνοιξης της γραμμής του Μετρό άρχισαν τον Ιούλιο του 2006 και συνεχίζονται έως σήμερα. Αρκετά χρόνια νωρίτερα, οι αρχαιολόγοι είχαν εκφράσει τη διαφωνία τους για τη διαδρομή που επιλέχθηκε, τόνιζαν ότι το ιστορικό κέντρο είναι περιοχή «υψηλού αρχαιολογικού κινδύνου» και ανησυχούσαν ότι υπήρχε κίνδυνος να διαταραχθούν αρχαιότητες που διασώθηκαν για αιώνες μέσα στο χώμα. Η Πολιτεία όμως δεν τους άκουσε και έδωσε το ΟΚ για να περάσει η γραμμή μέσα από την Εγνατία.
Η πορεία των έργων επιβεβαίωσε τους αρχαιολόγους: Κατά τη διάνοιξη της γραμμής, στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, εντός και εκτός των τειχών της αρχαίας πόλης, σύντομα διαπιστώθηκε μεγάλη πυκνότητα αρχαίων καταλοίπων, τα οποία άρχισαν να αποκαλύπτονται σχεδόν αμέσως μετά την αφαίρεση του σύγχρονου οδοστρώματος και συνεχίζονται σε βάθος, που φθάνει έως και τα 9μ. από την επιφάνεια του εδάφους. Η μεγάλη πυκνότητα των αρχαιοτήτων και ο τεράστιος αριθμός ευρημάτων οφείλεται στις αλλεπάλληλες φάσεις κατοίκησης της Θεσσαλονίκης, από τους ελληνιστικούς έως και τους νεώτερους χρόνους. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ωστόσο η βυζαντινή εποχή, κατά την οποία η Θεσσαλονίκη αναδείχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες πόλεις του Βυζαντίου.
(Χρύσα Νάνου - Parallaximag)