Το παράδειγμα της διάσωσης του «Οκταγώνου»
στην πλατεία Ναβαρίνου
Του Γιάννη Κύρκου Αικατερινάρη
αρχιτέκτωνα
π. προέδρου του ΤΕΕ/Τμ. Κεντρικής Μακεδονίας
Η απαξίωση και καταστροφή του μνημειακού πλούτου
της χώρας μας –και ιδιαίτερα της Περιφέρειας– που αναδείχθηκε με αφορμή την πρόσφατη
απόφαση του ΚΑΣ (Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου) για την μεταφορά των
αρχαιολογικών ευρημάτων του μετρό Θεσσαλονίκης (στάση Βενιζέλου), αποτελεί μια
επαναλαμβανόμενη και δυστυχώς με
μεγάλη συχνότητα τακτική της κεντρικής εξουσίας, ιδίως όταν πρόκειται για πολιτισμική κληρονομιά της Περιφέρειας.
μεγάλη συχνότητα τακτική της κεντρικής εξουσίας, ιδίως όταν πρόκειται για πολιτισμική κληρονομιά της Περιφέρειας.
Θυμίζω ενδεικτικά ορισμένα από τα σπάνια μνημεία
της Θεσσαλονίκης, που καταστράφηκαν ή οδηγούνται στην καταστροφή, μέσα στη
γενική αδιαφορία των καιρών μας. Ανάμεσα σ’ αυτά συγκαταλέγονται το ιστορικό
εργοστάσιο «ΥΦΑΝΕΤ», τα κελύφη και ο σπάνιος βιομηχανικός εξοπλισμός – ακόμη
και του 19ου αιώνα - του εργοστασίου «ΦΙΞ», ο περιβάλλων χώρος των εργοστασίων
«ΑΛΑΤΙΝΙ», το Βυζαντινό ανατολικό τείχος επί των οδών Τσιμισκή και Φιλικής
εταιρείας, ο παλαιοχριστιανικός ναός στον αύλειο χώρο της Αγίας Θεοδώρας στην
οδό Ερμού, οποίος «εξαφανίστηκε» την περασμένη δεκαετία κάτω από τα κτίσματα μιας αυθαίρετης δόμησης
κ.ά.
Η πρόσφατη απόφαση του ΚΑΣ μου έφερε στη μνήμη μου
ένα ανάλογο γεγονός, που συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του ’80, στις ημέρες
των εορτών και συγκεκριμένα την ημέρα των Θεοφανίων... Καταστράφηκε, κατά την ανέγερση
κτίσματος σε οικόπεδο της Εκκλησίας στη συμβολή των οδών Εθνικής Αμύνης και
Μανουσογιαννάκη, ένα τμήμα του ανατολικού τείχους της πόλης. Ακολούθησε, πάλι
με απόφαση του ΚΑΣ το 2007, η ανέγερση μεταλλικού κτιρίου επί του
εναπομείναντος τμήματος του τείχους, επί της οδού Φιλικής Εταιρείας και
Τσιμισκή, και φυσικά η συνακόλουθη «απαξίωσή» του… Σημειώνω μάλιστα ότι για το
συγκεκριμένο τμήμα του τείχους διατυπώθηκαν προηγουμένως σχετικές προτάσεις διατήρησης
και ανάδειξής του, με την υποβίβαση της στάθμης της οδού Φιλικής εταιρείας.
Δεν ξέρω όμως αν έχουν νόημα τα «μνημόσυνα» για τα
τόσα μνημεία που χάθηκαν, αν δεν παρθούν άμεσα από τους ασκούντες την εξουσία
τα κατάλληλα μέτρα για τη διάσωση όσων κινδυνεύουν. Και δυστυχώς θα
εξακολουθούν να κινδυνεύουν αν δεν γίνει συνείδηση στους διοικούντες, αλλά και
στους πολίτες, ότι η καταστροφή τους στερεί από την ιστορία της πόλης τα πλέον
αμάχητα τεκμήρια της ιστορίας της. Για την λαθεμένη, λοιπόν, πολιτική απέναντι
στα μνημεία έχουν πολιτική ευθύνη τόσο η Κεντρική εξουσία με τους θεσμικούς
παράγοντες, που την υπηρετούν (Πρωθυπουργός, υπουργοί, βουλευτές κ.ά.), όσο και
οι αξιωματούχοι της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Αντί να ενδιαφέρονται για τα μνημεία, την ποιότητα
του περιβάλλοντος και της ζωής των κατοίκων, με το πνεύμα μιας Ορθολογικής διαχείρισης
της εξουσίας σε θέματα Πολιτισμού, συχνά αναλώνονται σε πολυδάπανα έργα βιτρίνας
(π.χ. Ολυμπιακοί αγώνες) και ανούσιους πανηγυρικούς λόγους. Κάθε φορά οι παντός
τύπου αρμόδιοι, όταν πρόκειται για έργα Πολιτισμού, βρίσκουν ή σωστότερα «εφευρίσκουν»
μια δικαιολογία, όπως για παράδειγμα το κατεπείγον ενός «μεγάλου» έργου -όταν
οι ίδιοι το καθυστερούσαν με γραφειοκρατικά γρανάζια χρόνια και χρόνια-, η κακή
οικονομική κατάσταση, η ιεραρχία των αναγκών και πάει λέγοντας....
Ποτέ δεν μπόρεσα να
καταλάβω την αδιαφορία, αλλά και την έλλειψη πειστικών –αλλά και πιεστικών–
παρεμβάσεων, στην Κεντρική εξουσία, των τοπικών φορέων της δημοτικής και περιφερειακής
αυτοδιοίκησης, αλλά και της τοπικής Εκκλησίας για να σωθούν μοναδικά ιστορικά
μνημεία της πόλης. Γιατί είναι αυτονόητο ότι πέρα από τα συλλαλητήρια
εσωτερικής κατανάλωσης, με τα οποία συχνά επιχειρούν «να διατρανώνουν την
ελληνικότητα της Μακεδονίας», την ιστορική πραγματικότητα τεκμηριώνουν με
μοναδικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο τα ίδια τα μνημεία.
Με όσα συμβαίνουν με τις αρχαιότητες του μετρό, οδηγήθηκα
συνειρμικά σε ανάλογα ζητήματα διάσωσης μνημείων, που απασχόλησαν και
απασχολούν ευαισθητοποιημένους πολίτες, εδώ και μερικές δεκαετίες. Σε μια τέτοια
διάσωση ενός σημαντικού μνημείου της πόλης συνέβαλε η απόφαση αρμοδίων, ύστερα από κινητοποίηση πολιτών, μέσα μάλιστα στις
σκληρές συνθήκες του τελευταίου δικτατορικού καθεστώτος, με ό,τι αυτό
συνεπάγονταν για τους τελευταίους... Η σύγκρισή της με πολλές αποφάσεις και διαχειρίσεις
ανάλογων περιπτώσεων της εποχής μας δεν είναι καθόλου κολακευτική για την
δημοκρατία μας, παρότι την στηρίζουν συνολικά όλοι οι ευαισθητοποιημένοι
πολίτες.
Η συγκεκριμένη περίπτωση αφορά στην πρόθεση, πριν
από 40 χρόνια, της ανοικοδόμησης ενός σημαντικού μνημείου του κέντρου της Θεσσαλονίκης,
στην πλατεία Ναβαρίνου. Η ανέγερση πολυκατοικίας ...επί του μνημείου (!) θα
γινόταν επ’ ωφελεία εκδότη τοπικής εφημερίδας της εποχής, φίλα προσκείμενης στο
τότε καθεστώς. Συγκεκριμένα χορηγήθηκε οικοδομική άδεια, βάσει της οποίας άρχισε
η ... δόμηση της έκτασης που καταλαμβάνει το μεγάλης αρχαιολογικής αξίας «Οκτάγωνο»
του ανακτορικού συγκροτήματος του Γαλερίου, των αρχών του 4ου αι. μ.Χ., ενός μοναδικού μνημείου της πόλης, στη συμβολή
της οδού Βύρωνος με την πλατεία Ναβαρίνου!
Παρά
το γεγονός ότι «έπεσαν» τα πέλματα θεμελίωσης
της οικοδομής, η άδεια ανέγερσης ανακλήθηκε, μετά την καταγγελία πολλών
αρχιτεκτόνων, που με την ενυπόγραφη εντολή τους δημοσιοποίησα, φθάνοντας
να την
υποβάλω ακόμη και στο τότε Υπουργείο Βορείου Ελλάδος. Τα πέλματα
μάλιστα, που κατέστρεφαν το μνημείο, υπήρχαν μέχρι πριν λίγα χρόνια και
απομακρύνθηκαν όταν αποφασίστηκε
να αποδοθεί πλέον αποκατεστημένο στους πολίτες και τους επισκέπτες της
πόλης, την
οποία σήμερα κοσμεί.
Εδώ θα ήθελα να επισημάνω ότι η καταγγελία
υπογράφηκε σχεδόν απ’ όλους απ’ όσους, τότε, το ζήτησα. Για την ιστορία, αλλά
και για να τους τιμήσω, αναφέρω όσους την υπέγραψαν, παραθέτοντας και το αντίγραφο
της. Ήταν οι καθηγητές του ΑΠΘ Χαράλαμπος Μπούρας, πριν μερικά χρόνια πρόεδρος
του ΚΑΣ, Γ. Βελένης με σημαντικό αναστηλωτικό έργο, Γ. Λάββας, αργότερα
ακαδημαϊκός, Ι. Τριανταφυλλίδης, γνωστός από την τότε χωροταξική πρόταση για τη
Θεσσαλονίκη, Δ. Φατούρος, καθηγητής μου και αργότερα υπουργός Παιδείας, Ι.
Δράγκος, Γ. Μαδεμλής, Ε. Δημητριάδης, Α. Κωτσιόπουλος, Ν. Κ. Μουτσόπουλος,
καθηγητής μου στη Μορφολογία και αργότερα ακαδημαϊκός, Κική Καυκούλα, Γιώργος
Κύρου και Ε. Τρεμπέλα, τα μετέπειτα στελέχη της δημόσιας διοίκησης Γ.
Γαϊτανάκη, δ/τρια αργότερα της Πολεοδομίας Θεσ/νίκης, στην οποία εθήτευσαν και
οι Ε. Λέπεσης, Όλγα Βαφειάδου, Ι. Κωστοπούλου, Μυρτώ Ρωμανού – Παπαθεοδώρου,
Πέπη Κυριακίδου, τα στελέχη του Υπουργείου Πολιτισμού, Ιω. Κνιθάκης και Ε.
Χατζητρύφωνος-Κουλουκούρη, Φ. Πολυμένη, προϊσταμένη μελετών στο Δήμο
Θεσσαλονίκης, Κ. Παπαθεοδώρου, αργότερα αντιδήμαρχος αρχιτεκτονικού του Δήμου
Θεσσαλονίκης, Χρ. Κουλουκούρης, αργότερα πρόεδρος του συλλόγου Αρχιτεκτόνων
Θεσσαλονίκη, όπως και ο υποφαινόμενος, που λίγο μετά από το γεγονός αυτό
εκλέχτηκε και μέλος του Δ.Σ. του ΣΑΔΑΣ στην Αθήνα, μετά από τις σχετικά
ελεύθερες για την περίοδο εκείνη εκλογές κ. ά.
Αναμένουμε λοιπόν, όλοι οι συμπολίτες, να δοθεί και
σήμερα ένα καλό σημάδι γι’ αυτή την πόλη, να υπάρξει μια διαφορετική χειρονομία,
που θα ξαναφέρει την αισιοδοξία. Οι θεσμικοί παράγοντες του τόπου ας απαιτήσουν,
συνολικά και χωρίς περιστροφές, την ανάκληση της τελευταίας απόφασης του ΚΑΣ για
την απόσπαση και μεταφορά των αρχαιολογικών ευρημάτων του μετρό Θεσσαλονίκης,
ώστε να σωθεί στον τόπο που βρέθηκε ένα αρχαιολογικό εύρημα μοναδικής ιστορικής
τεκμηρίωσης για μια από τις λαμπρότερες περιόδους της πόλης.
Θεσσαλονίκη 22-2-2013