Φοβούνται να κυκλοφορήσουν
ασυνόδευτα ή να μείνουν μόνα στο σπίτι μόλις πέσει το σκοτάδι. Στα
σπίτια τους, στο σχολείο, στα μαγιαζιά, ακούνε παντού ιστορίες για
προσαγωγές που κρατούν ώρες, για ανθρώπους που εξαφανίζονται και για μια
άγνωστη μέχρι χθες λέξη: DNA
Από την Εφημερίδα των Συντακτών. Ρεπορτάζ: Ντίνα Δασκαλοπούλου, φωτογραφίες: από το αρχείο του SOS Χαλκιδική
Ο
5χρονος μπόμπιρας παίζει στην αυλή του σπιτιού του με τον φιλαράκο του.
Στο διπλανό χωράφι βόσκουν γουρουνάκια. «Ο μικρός τα δείχνει με το
δαχτυλάκι του και λέει στον φίλο του: «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι».
«Τι είναι μπάτσοι, μαμά;», ρωτάει ο άλλος μπόμπιρας. Μια τέτοια
στιχομυθία είναι πια συνηθισμένη στη Χαλκιδική. Οι φωτογραφίες
λιλιπούτειων διαδηλωτών, καταληψιών μαθητών και παρελάσεων με μπλουζάκια
που γράφουν πάνω «Οχι στο χρυσό» κάνουν τον γύρο του κόσμου μέσω των
διεθνών ΜΜΕ. Τι ζουν κι έχουν εξοργιστεί τόσο ετούτα εδώ τα πιτσιρίκια;
«Να σε πω εγώ: έρχεται η εταιρεία και σε
λέει θα κόψω όλα τα δέντρα, θα μολύνω όλα τα νερά, θα πάρω όλο το
χρυσάφι κι εσύ δεν θα έχεις τίποτα. Η αστυνομία δέρνει τη μάνα σου και
πάει στο Τμήμα τον πατέρα σου. Σε σταματάνε ασφαλίτες στο δρόμο και σε
ρωτάνε πού το βρήκες το μπλουζάκι. Αυτό συμβαίνει». Η 15χρονη Κ. Μ.
είναι μαθήτρια της Α΄ λυκείου. Ενα από εκείνα τα παιδιά που την
περασμένη εβδομάδα είδαν κι έναν συμμαθητή τους να προσάγεται στον
Πολύγυρο. «Μέχρι τώρα μάθαμε τι σημαίνει δακρυγόνο, πώς τρέχεις να
ξεφύγεις από τα ΜΑΤ μέσα στο χωριό αλλά και πως, όταν ένας άγνωστος σε
πλησιάζει στο δρόμο, δεν είναι τουρίστας. Εντάξει όλα αυτά. Αλλά να
πηγαίνεις σχολείο και να λείπει ο συμμαθητής σου από το διπλανό θρανίο;
Δηλαδή την επόμενη φορά θα πάρουν και παιδιά από τα νήπια; Ελεος!» λέει η
Ε.Ε.
Αυτός ο αγώνας αλλά και τα γεγονότα των
τελευταίων ημερών έχουν αλλάξει τη συμπεριφορά των παιδιών: από τα
μικρότερα μέχρι τα μεγαλύτερα, τα παιδιά φοβούνται να κυκλοφορήσουν
ασυνόδευτα ή να μείνουν μόνα σπίτι μόλις πέσει το σκοτάδι. Στα σπίτια
τους, στο σχολείο, στα μαγαζιά, ακούνε παντού ιστορίες για προσαγωγές
που κρατούν ώρες, για ανθρώπους που εξαφανίζονται και για μια άγνωστη
μέχρι χτες λέξη: DNA. Αρκετοί από τους προσαχθέντες κατοίκους πιέζονται
να δώσουν γενετικό υλικό, παρόλο που ο νόμος ορίζει πως κάτι τέτοιο
γίνεται μόνο αν τους απαγγελθούν κατηγορίες. Αυτό συνέβη και στον
18χρονο μαθητή Χ. Λ.: «Τους λέω “Θέλω τον δικηγόρο μου”. Και με λένε
“Πού νομίζεις ότι είσαι; Στο γραφείο του λυκειάρχη; Αν δεν δώσεις,
μπορούμε να ασκήσουμε βία – κρίμα είναι, μικρό παιδί είσαι”. Κράταγα το
στόμα μου κλειστό, είχα σφίξει τα χείλη και με πίεζαν με την μπατονέτα
επί 10 λεπτά. Τι να έκανα; Στο τέλος το άνοιξα. Μετά με έδωσαν να
υπογράψω ότι το πήραν με τη θέλησή μου. Ποιος είμαι, ρε παιδιά, και
φέρθηκαν έτσι; Ο Ράμπο; Ούτε φαντάρος δεν έχω πάει».
«Τα παιδιά ζουν έναν διπλό τρόμο», θα πει
η νηπιαγωγός Γ. Σ. Κι εκείνη όπως και οι άλλοι τρεις εκπαιδευτικοί που
μας μίλησαν φοβήθηκαν να δώσουν τα πλήρη στοιχεία τους στη δημοσιότητα
(δικαιώνοντας έτσι το σύνθημα που φώναζαν οι μαθητές τους την
προηγούμενη εβδομάδα έξω από το Α.Τ. Ιερισσού: «Πολίτευμα της χώρας η
δημοκρατία, όμως κυβερνάει η τρομοκρατία!»). «Φοβούνται είτε ότι θα
ζήσουν σ’ έναν κατεστραμμένο τόπο, αν προχωρήσει η εξόρυξη, είτε ότι η
γαλήνη δεν θα επανέλθει ποτέ, ακόμα κι αν δεν προχωρήσει. Μετά την
προσαγωγή μου, τα νηπιάκια με ρωτούσαν: “Κυρία, θα σε βάλουν φυλακή; Και
ποια θα είναι η κυρία μας μετά;”» λέει η Γ.Σ.
Ιδιο το κλίμα και στο Δημοτικό, όπως μας
το μεταφέρει ο δάσκαλος Α. Η.: «Στο διάλειμμα παίζουν σε μικρές ομάδες
των 2-3 παιδιών, με τα αδελφάκια τους και τα ξαδερφάκια τους, δεν
υπάρχουν πια μεγάλες παρέες. Είναι πολύ μικρά για να καταλάβουν τι
ακριβώς γίνεται κι αυτό τα τρομοκρατεί ακόμα περισσότερο». Στο γυμνάσιο
και το λύκειο το κλίμα είναι εντελώς διαφορετικό, όπως εξηγούν οι
καθηγητές Δ. και Γ.: «Σαν να μεγάλωσαν απότομα τα παιδιά μας μέσα σε
έναν χρόνο. Βρέθηκαν ξαφνικά στο μάτι του κυκλώνα. Δείχνουν μια
ωριμότητα και αυτοσυγκράτηση μεγάλου ανθρώπου. Το θετικό είναι πως
–παρόλο που συζητούν συνέχεια για όλα αυτά- δεν υπάρχει κλίμα πόλωσης
στο σχολείο. Είναι αγαπημένα μεταξύ τους, είτε οι γονείς τους εργάζονται
στην εταιρεία είτε όχι».
Για όλους αυτούς τους λόγους, εδώ τα
παιδικά και τα εφηβικά δωμάτια δεν μοιάζουν με τα άλλα: δίπλα στις
αφίσες της Ποκαχόντας και του Πλούταρχου βλέπεις κολλημένα αυτοκόλλητα
ενάντια στα μεταλλεία, φωτογραφίες από κινητοποιήσεις, συνθήματα. Ακόμα
και τα 12χρονα έχουν άποψη γι” αυτό που πρόκειται να συμβεί στον τόπο
τους, όπως ο μικρούλης που με πλησιάζει με το βιβλίο περιβαλλοντικής
αγωγής: «Εδώ γράφει “το γλυκό νερό είναι πολύ σημαντικό γιατί αποτελεί
πηγή ζωής για όλους τους οργανισμούς […] ο πνεύμονας του πλανήτη είναι
το δάσος […] τα εργοστάσια χρησιμοποιούν το νερό και όταν το επιστρέφουν
στη λίμνη είναι γεμάτο με επικίνδυνες τοξικές ουσίες”. Καταλάβατε τώρα
γιατί λέμε όχι στο χρυσό;»
………………………………………………………………………………………………………………………………
Μια μέρα ιδανική για επενδύσεις
«Το κλίμα στην Ελλάδα είναι πια ιδανικό
για επενδύσεις» δήλωνε την προηγούμενη Τετάρτη από την Οτάβα ο υπουργός
Εξωτερικών, Δημήτρης Αβραμόπουλος, που συναντήθηκε με τον Καναδό ομόλογό
για να συνομιλήσουν μεταξύ άλλων και για μπίζνες. Την ίδια μέρα
εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στη Θεσσαλονίκη, δυο αγόρια 19 χρόνων
ανοίγουν στις 11 το πρωί την πόρτα του διαμερίσματος όπου φιλοξενούνται
για ολιγοήμερες διακοπές. Επτά άντρες με πολιτικά και μια γυναίκα που
δεν τους συστήθηκε ποτέ (ούτε φυσικά τους έδειξε κάποιο ένταλμα) τους
ζητούν να τους ακολουθήσουν «για μια βολτίτσα στο μέγαρο».
Η κυρία μπαίνει στο διαμέρισμα και
ξυπνάει τα δυο κορίτσια της παρέας. Τα αυτοκίνητα μπαίνουν στο υπόγειο
γκαράζ κι από εκεί τα παιδιά οδηγούνται «κάπου ψηλά» στην Αστυνομική
Διεύθυνση. Τους έχουν πάρει ήδη τα κινητά κι έτσι κανείς –ούτε γονιός
ούτε δικηγόρος- δεν θα γνωρίζει για τις επόμενες πεντέμισι ώρες πού
βρίσκονται. Οδηγούνται σε ξεχωριστά δωμάτια. Επειτα από μιάμιση ώρα
απομόνωσης, ο 19χρονος Λ. Μ. θα αντικρίσει πρώτη φορά τους αστυνομικούς
στους οποίους θα καταθέτει μέχρι τις 8 το βράδυ.
«Με βουτάνε από την μπλούζα και με
τραβάνε σε ένα άλλο δωμάτιο. “Γιατί με φέρατε εδώ;” “Γιατί πουλάς
ναρκωτικά” μου είπαν και τρώω την πρώτη σφαλιάρα. Ηταν τόσο δυνατή, που
βούλωσε το αυτί μου. “Πού ήσουν εκείνο το βράδυ;” Τους απαντάω και τρώω
τη δεύτερη σφαλιάρα. “Πες την αλήθεια, ρε μαλάκα”. Αυτό συνέβαινε επί
6-7 ώρες: με ρωτούσαν και μετά με χτυπούσαν στο κεφάλι, στο σβέρκο, στα
μάγουλα. Κάθε μισή ώρα σταματούσαν και με έβαζαν να κοιτάω όρθιος τον
τοίχο. “Σκέψου καλύτερα και πες την αλήθεια, γιατί αλλιώς θα φας κι άλλο
ξύλο”, μου έλεγαν. Ζητούσα νερό…
»Οταν αρνήθηκα να δώσω DNA, μπήκαν μέσα
10, φοβήθηκα ότι θα φάω κι άλλο ξύλο κι έτσι έδωσα. Μετά υπέγραψα ένα
χαρτί ότι το έδωσα χωρίς βία. Μετά με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο όπου
ένας κύριος μου έλεγε να δώσω ό,τι κι όποιον ξέρω, γιατί το χωριό μου
έχει γίνει Ζωνιανά και πρέπει να ελαφρύνω και τη δική μου θέση και των
χωριανών μου. Τι να έλεγα, αφού δεν ήξερα τίποτα; Τότε με πήγαν σε ένα
άλλο δωμάτιο. Μπήκαν 10 αστυνομικοί και πιάσανε τις τέσσερις γωνίες.
“Τώρα θα παίξουμε πινγκ πονγκ” είπαν κι άρχισαν να με πετάνε ο ένας στον
άλλο και φωνάζανε “Mαλάκα, αλήτη, αναρχικέ”. Με άφησαν ελεύθερο στις
20.15. Νερό δεν μου έδωσαν ποτέ».